οσφυαλγής

οσφυαλγής
ὀσφυαλγής, -ές (Α)
αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀσφυαλγοῦς — ὀσφυαλγής suffering from lumbago masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφυαλγέες — ὀσφυαλγής suffering from lumbago masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφυαλγέσιν — ὀσφυαλγής suffering from lumbago masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονυαλγής — γονυαλγής, ές (Α) αυτός που έχει πόνο στα γόνατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + αλγής < άλγος (πρβλ. δυσαλγής, κεφαλαλγής, οσφυαλγής)] …   Dictionary of Greek

  • οσφυαλγία — (Ιατρ.). Επώδυνο σύνδρομο της οσφυϊκής χώρας. Ο πόνος μπορεί να παρουσιαστεί κατά τρόπο βίαιο και να εμποδίζει τις κινήσεις κάμψης και στροφής του κορμού. Μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις των μυών, του νεφρού, σε δισκοπάθεια, σε βλάβες των… …   Dictionary of Greek

  • οσφυαλγώ — (Α ὀσφυαλγῶ, έω) [οσφυαλγής] πάσχω από οσφυαλγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”